Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πλένω το κεφάλι μου

См. также в других словарях:

  • λούζω — έλουσα, λούστηκα, λουσμένος 1. καθαρίζω με νερό το σώμα ή μέρη του: Το μωρό κλαίει κάθε φορά που το λούζω. 2. το μέσ., λούζομαι πλένω το κεφάλι μου ή κάνω λουτρό. 3. βρίζω, επιπλήττω αυστηρά: Με έλουσε με τα χειρότερα λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»